- δίκολπος
- δί-κολπος, mit doppeltem Busen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δίκολπος — ον (Α δίκολπος, ον) νεοελλ. (για χώρα ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους αρχ. (για τη μήτρα) αυτή που έχει δύο κόλπους … Dictionary of Greek
δίκολπον — δίκολπος with two sinuses masc/fem acc sg δίκολπος with two sinuses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek